προαναγγέλλοντας

προαναγγέλλοντας
προαναγγέλλοντας , πρό-ἀναγγέλλω
carry back tidings of
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακή — I Ημέρα της εβδομάδας. Η λέξη σημαίνει ημέρα του Κυρίου, την οποία οι χριστιανοί οφείλουν να αφιερώνουν στον Κύριο. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, η Κ. ήταν ημέρα αφιερωμένη μόνο στην Ανάσταση του Ιησού, γιατί οι χριστιανοί τηρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • αμώς — Βιβλικό πρόσωπο. Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης από την κωμόπολη Θεκονέ της Ιουδαίας. Έδρασε στις πόλεις Βαιθήλ και Σαμάρεια σε μια περίοδο γενικής ευημερίας, αλλά συγχρόνως ηθικής παρακμής και αποσύνθεσης, και προσπάθησε με το προφητικό του… …   Dictionary of Greek

  • χελιδόνι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας, του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δαφνούλας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Βιτσεντίνο, Νικόλα — (Nicola Vicentino,Βενετία 1511 – Ρώμη 1572).Ιταλός συνθέτης. Αφού συμπλήρωσε τις μουσικές του σπουδές στη Βενετία, έζησε στο περιβάλλον της αυλής των Έστε και αφιερώθηκε στη μουσική θεωρίακαι σύνθεση. Εγκαταστάθηκε αργότερα στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Βρχλίτσκι, Γιαροσλάβ — (Jaroslav Vrchlicky, Λούνι 1853 – Ντομάζλιτσε 1912). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Τσέχου ποιητή και κριτικού λογοτεχνίας Εμίλ Φρίντα (Emil Bohuslav Frida). Καθηγητής της συγκριτικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Πράγας, υπήρξε παραγωγικότατος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”